-
1 κακο-μέλετος
κακο-μέλετος, ἰά, Aesch. Pers. 936, nach Schol. ϑρῆνον ἀμελῆ καὶ ἄμουσον ἔχουσα, Unglück singend, von μέλος od. μελετάω.
1 κακο-μέλετος
κακο-μέλετος, ἰά, Aesch. Pers. 936, nach Schol. ϑρῆνον ἀμελῆ καὶ ἄμουσον ἔχουσα, Unglück singend, von μέλος od. μελετάω.